Αρχική » Με τους “Λεβιδαίους”… και ο Μπαμπινιώτης σηκώνει τα χέρια ψηλά (μέρος 1ο) !!!

Με τους “Λεβιδαίους”… και ο Μπαμπινιώτης σηκώνει τα χέρια ψηλά (μέρος 1ο) !!!

Όταν σαν παιδιά ακούγαμε την έκφραση “δε ρίνεις στη τέσα μια χεριά τριφτάδες να τηλωθούμε;”… ξέραμε ότι θα φάμε. Όταν η γιαγιά, μας φώναζε “τήρα μην απιστωμιθείς”… έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί.

Η ντοπιολαλιά μας, η γλώσσα μας, η τοπική μας διάλεκτος. Ιδιόμορφη, παράξενη σε πολλούς, αστεία σε άλλους, “χωριάτικη” για τους πρωτευουσιάνους αστούς. Αυτή όμως μιλούσε η γιαγιά και ο παππούς μας, αυτή μιλούσαν και μιλούν ακόμα οι γονείς μας.

Εμείς αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε, είναι να καταγράψουμε μερικές “δικές μας” λέξεις. Λέξεις που επέζησαν εκατοντάδες χρόνια. Λέξεις που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά και πολλές από αυτές κανένα λεξικό δεν τις έχει συμπεριλάβει στις σελίδες του. Λέξεις που όταν τις ακούνε τα παιδιά σήμερα, γελάνε και μας κοιτάζουν έκπληκτα με απορία.
Νομίζω ότι, εμείς οι Λεβιδιώτες με την βοήθεια και των γειτoνικών χωριών, μπορούμε να συγγράψουμε το δικό μας λεξικό. 

Η καταγραφή θα γίνει σε δύο μέρη.Έτσι…για να το εμπεδώσουμε καλύτερα!!!

Ξεκινάμε λοιπόν….

Αγρικάω = ακούω κάτι, καταλαβαίνω

Αλάργα = μακριά

Αλισίβα = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο ρούχων

Αλουνού = άλλου

Αμή , Αμί = ναι

Ανακαψίλα = καούρα

Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι και ξεμουδιάζω

Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι

Ανάρμεγο = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί.

Ανεβάσταγος = ανυπόμονος

Αντίδερο = αντίδωρο από τον Ιερέα στο εκκλησίασμα

Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα

Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω

Απόλυσε = φύτρωσε (ή αμόλυσε)

Απλογιέμαι = απαντάω σε κάποιον από μακριά

Αποσπερού = απόβραδο

Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο

Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος !»

Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό»

Αρουλιέμαι = ωρύομαι «το σκυλί αρουλιέται»

Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Αρτένουμε = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία

Αστράχα = το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής, σίγουρο μέρος για κρύψιμο

Άταρος = ο αδύναμος «άταρο αυγό» (χωρίς τσόφλι)

Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αφόρεγο = καινούργιο

Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα

Αχουγιάζω = μαλώνω- φωνάζω δυνατά, αγριεύω

Βάνω = βάζω

Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο

Βετούλι = κατσίκι ενός χρόνου

Βολά = φορά (πρώτη βολά)

Γέννημα = το σιτάρ

Γιδοξούρι = σκωπτικά ο κουρεμένος σαν γίδι, ο άξεστος
Γιούκος = στοίβα ρούχων που τοποθετούνται με σειρά (τούρκικη λέξη yk)
Γιοματάρι = το βαγένι με το νέο κρασί

Γκανιάζω = 1).διψάω πολύ ,2).κάνω κάτι υπερβολικά «-Το παιδί γκάνιαξε στο κλάμα»

Γκλαφούνισμα = αλύχτημα σκύλου
Γκορτσιά = αγριοαχλαδιά ( αρβανίτικη λέξη= goritse )
Γλάρα = 1.νύστα, 2.καθαρός καιρός «-απόψε έχει γλάρα»

Γλέπω ή γλιέπω = βλέπω
Γλήγορα = γρήγορα

Γούρνα = λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό (αρχαία λέξη= γρώνη)

Γρουμπούλι = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»

Δαυλί = 1). αναμμένος πυρσός 2). μτφ. πίνω πολύ κρασί, μεθάω, «έγινα δαυλί »

Διάσελο = ξέφωτο στο ύψωμα με θέα, «βγήκα ψηλά στα διάσελα»

Διάτανος = ο διάβολος, ο σατανάς «άι στο διάτανο»

Δικολάβος = δικηγόρος, διπλωμάτης στο δικαστήριο

Δοξαπατρί = το μέτωπο, κατακούτελα

Δώθε = από εδώ. Αντίθετο: κείθε

Έντος έ = νάτος εκεί

Έριζα = κοντά στη ρίζα (σύνθετη αρχαία ελληνική λέξη – εν ρίζα)

Επρόγκιξα = τρόμαξα και έφυγα τρέχοντας
Ευτού = εκεί
Ευτούνος-η-ο = αυτός-η-ο
Ευτουνού = αυτού εδώ
Εκεινού = αυτού εκεί
= τα ζώα
Ζαλιά = το φόρτωμα στην πλάτη
Ζαλώνω = φορτώνω κάποιον (Ζαλώνουμαι = φορτώνομαι )
Ζάπι ή Ζάφτι = η κατάληψη ενός στόχου «τον έκανα ζάφτι»
Ζεματάω = «το φαί ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι
Ζεμπερέκι = χερούλι, πόμολο ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλο.
Ζέχνω = βρωμάω
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζούδι = το άγριο ζώο
Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) μτφ. ο κουτοπόνηρος
Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω
Ζυγούρι  =αρνί που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζυγώνω = πλησιάζω
Ζωντανά = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.
Ζωντόβολο = ζώο, βρισιά

Θελά= ήθελα
Θέλημα = χρειαζούμενο πράγμα «- που τα’ βαλες τα θελήματα»
Θελό = θολό « -το νερό θέλωσε , είναι θελωμένο)
Θέρμη = ρίγος, πυρετό
Θράσιος = χαραμισμένος «-πήγε θράσιος»
Θυμητικό = μνήμη εvθυμητικόv, ισχυρή μνήμη
Ινάτι = πείσμα, καπρίτσιο
Ίσια = πολύ λίγο, μόλις «ίσια που πρόλαβε»

Καγιανάς = τηγανιτά αυγά με παραγινομένες ντομάτες
Καλιά = χρησιμοποιείται στην φράση «πάει καλιά του ή πας καλιά σου» = πάει χαράμι
Καλιάζω = ταιριάζω, τα φέρνει η τύχη βολικά
Κάμαρα, κάμαρη = Το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού

Κάνε = τότε, τουλάχιστον «θα μου το δώσεις κάνε», «κάνε από το ένα, κάνε από το άλλο..»
Καντάρι = ζυγαριά με τσιγκέλια
Καντίλα = τα σπυράκια στη γλώσσα, ή άφτρα ή ερεθισμός των χεριών από τη δουλειά
Καπινός = ο καπνός

Καπινιά = καπνιά ή καπνιά του τζακιού
Καπιστράνα = οι λωρίδες στο κεφάλι του αλόγου που κρατάνε το καπίστρι
Καπίστρι = το χαλινάρι
Κάργα = 1). πολύ γερά «κράτα κάργα» 2). «γεμάτο κάργα»
Καραμπουζουκλής = λεβέντης κοροϊδευτικά (- λεβέντης, ασίκης και καραμπουζουκλής)
Καρδαμώνω = δυναμώνω, γερεύω
Καρίτζαφλος = ο λάρυγγας
Καρούλα = το σημάδι από κάψιμο ή η πληγή που αφήνει στα χέρια ή στα πόδια η βέργα ή η ζωστήρα καρούλες = φουσκάλες
Κάσσα = το φέρετρο.
Κασκαρίκα = φάρσα
Κατάχαμα = χάμω
Κ
άτινου = κάποιου (αυτό κάτινους είναι)
Κατσούλα = η γάτα
Κατώι = το παραδοσιακό ισόγειο που χρησιμοποιείτο για αποθήκη και στάβλος μεγάλων ζώων
Καυκαλίθρα = είδος αγριόχορτου
Κλαρίζω = κόβω τα κλαδιά δένδρου.
Κλειώ = κλείνω
Κλιτσινάρες = τα μακριά και αδύνατα πόδια
Κλωνά = η κλωστή
Κοκκινογούλι = μπατζάρι , ραπανάκι
Κόνξα = κολπάκια, κόλπο «-μου κάνει κόνξες»
Κόρα = η εξωτερική επιφάνεια του ψωμιού
Κορακιάζω = υποφέρω από δίψα
Κορακοζώητος = αυτός που ζει πολλά χρόνια
Κορίτα = ξύλινη ή πέτρινη μακρόστενη ποτίστρα και ταΐστρα ζώων (γούρνα), σκαφίδα
Kορφολογάω = κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών
Κουρνιαχτός = μπουχός, σκόνη
Κόσα = εργαλείο σε σχήμα Γ με ξύλινη λαβή, 2 μέτρων περίπου, κατάλληλο για κοπή χόρτων
Κορκοτσέλι = το ψιλό χαλάζι
Κοτάω = τολμώ
Κουμούτσι = ξεροκόμματο ψωμί
Κουρελού = υφαντό από στενόμακρα κουρέλια
Κούρνια = το κοτέτσι, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά
Κόφα = Κοφίνι, μεγάλο καλάθι πλεκτό από βέργες λυγαριάς για την μεταφορά σταφυλιών και άλλων ειδών
Λάγια = μαύρη προβατίνα
Λαήνα = πήλινο κιούπι με καπάκι που έβαζαν τρόφιμα, ελιές, τσιγαρίδες κ.λ.π..
Λακάω = φεύγω, τρέχω βιαστικά, δραπετεύω.
Λεημόνι = λεμόνι
Λεφούσι = μεγάλο πλήθος από ανθρώπους ή ζώα ή έντομα
Λησμονάω η αλησμονάω =ξεχνώ «- Δεν ήρθες… -Τ’ αλησμόνησα…»
Ληνός = Πατητήρι
Λιάζω = αποξηραίνω στο ήλιο.
Λιανός = λεπτός, αδύνατος, μικρός
Λιάρα = Ασπρόμαυρη γίδα, κατσίκα
Λιμπίζουμαι = επιθυμώ, λαχταρώ
Λινάτσα = τσουβάλι
Λόρδα = η πείνα, «τον έκοψε η λόρδα»
Λούμπα = λακκούβα με θολό στάσιμο και βρόμικο νερό.
Λουμώνω = κρύβομαι
Λούρα = καμουτσί, λουρί, ψιλή βέργα
Λυσσιακό = η λύσσα

Μαγάρα = ακαθαρσία
Μαγαρισμένος = 1) ο ανήθικος,2) αυτός που έχει διαπράξει μιαρή πράξη
Μανάρι = 1).οικόσιτο αρνί ή κατσίκι. 2). χαιρετισμό σε αγαπημένα πρόσωπα (-τι κάνεις μανάρι μου; )
Μανουσάκι = το κυκλάμινο
Μάρκαλος = το ζευγάρωμα των αιγοπροβάτων για αναπαραγωγή.
Μαχαλάς = η γειτονιά του χωριού
Μελεούνι = αμέτρητο πλήθος
Μερελός = ο μουρλός, μισότρελος
Μερμελάει = Η ενόχληση από τις πληγές ή το τσίμπημα εντόμου «με μερμελάει»
Μεσιακό = κάτι που ανήκει σε δύο. (λεγόταν και συμεσιακό)
Μισοφόρι = εσωτερικό γυναικείο ένδυμα
Μονάντερος = Ο αχόρταγος
Μόνοιασμα = Η συμφιλίωση
Μορώνω = Σταματάω να κλαίω
Μουνουχάω = ευνουχίζω, κόβω τα αχαμνά ζώου
Μούτζωτα = παράταττα (- Μούτζωτα , δεν πάνε καλά οι δουλειές)
Μουτζήθρα = μυζήθρα-είδος τυριού
Μουρόχαβλος = Βλάκας
Μουχρούτα = Βαθύ πήλινο πιάτο «έφαγε μια μουχρούτα λαζάνια»
Μουσαφίρης = ο φιλοξενούμενος

Μπανταβός = χαζός, βλαμμένος
Μπαντανία = μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα
Μπατάκα = η πατάτα
Μπαταλιακό = άχρηστο «-δεν έκαμε τίποτα φέτο το μπάταλιακό»
Μπίτι = ολότελα, καθόλου
Μπλάστρης = κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το φύλο για τα ζυμαρικά
Μπομπότα = ψωμί από καλαμποκάλευρο
Μποτίλια = Μπουκάλα
Μπότσα = Πήλινο η γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες, για την φύλαξη του κρασιού ή του τσίπουρου.
Μπούζι = πολύ κρύο, πάγος, χωριό στην περιοχή μας

Μπουχίζω = ραντίζω, καταβρέχω με υγρό
Μπουχός = 1). Σκόνη από χώμα, κονιορτός 2). Φεύγω τρέχοντας «έγινε μπουχός»
Μπρούκλης = ο ξενιτεμένος κουβαρντάς
Μπουμπούνας = χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει
Μπούφλα = Χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης
Μώρα = μωρία, αποχαύνωση (κατάρα= « -Μώρα & κασίδα »)
Μωρώνω = παρηγορώ μωρό

 

…..και θα συνεχίσουμε !!!

Υ.Γ. : Το λεξικό της φωτογραφίας μην το αναζητήσετε στα βιβλιοπωλεία. Δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα!!!